φασολάδα

φασολάδα
φασολάδα, η και φασουλάδα, η
σούπα που γίνεται με τους ξερούς καρπούς της φασολιάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φασολάδα — και φασουλάδα, η, Ν είδος φαγητού, σούπα με ξηρά φασόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασόλι / φασούλι + κατάλ. άδα (πρβλ. πορτοκαλ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • Fasolada — or fasoulada (φασολάδα or φασουλάδα, sometimes written fassolada or fassoulada) is a Greek soup of dry white beans, olive oil, and vegetables, sometimes called the national food of the Greeks . [Λεξικό της κοινής Νεοελληνικής, 1998] The Arabic… …   Wikipedia

  • Fasolada — Saltar a navegación, búsqueda Fasolada La Fasolada o fasoulada (φασολάδα or φασουλάδα, a veces escrito como fassolada o fassoulada) es una sopa de la cocina griega elaborada con habas, aceite de oliva, y diferentes verduras, a veces se denomina… …   Wikipedia Español

  • στουμπώνω — Ν [στούμπος] 1. γεμίζω υπερβολικά κάτι με υλικά που μπορούν να συμπιεστούν («στούμπωσα τον σάκο με ρούχα») 2. (σχετικά με σωλήνα ή οχετό) προκαλώ απόφραξη ρίχνοντας υλικά που δεν διαρρέουν («τόν στούμπωσες τον νεροχύτη») 3. αποφράσσομαι, βουλλώνω …   Dictionary of Greek

  • φασουλάδα — η, Ν βλ. φασολάδα …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • αχύλωτος — η, ο αυτός που δε χύλωσε: Η φασολάδα σήμερα είναι αχύλωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φασουλάδα — η βλ. φασολάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”